- ιλυσπαστικός
- ἰλυσπαστικός, -ή, -όν (Α) [ιλυσπώμαι]αυτός που δημιουργεί ελικοειδή, περιστροφική κίνηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰλυσπαστικά — ἰλυσπαστικός of neut nom/voc/acc pl ἰλυσπαστικά̱ , ἰλυσπαστικός of fem nom/voc/acc dual ἰλυσπαστικά̱ , ἰλυσπαστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)